Μοιράσου το
«Όποιος δεν έζησε προσφυγιά, έχει τα λόγια εύκολα»
Μοιράσου το

«Όποιος δεν έζησε προσφυγιά, έχει τα λόγια εύκολα»

Ένα εξαιρετικό διήγημα της συγγραφέως Σοφίας Νικολαΐδου που δημοσιεύθηκε στην ειδική έκδοση του Μορφωτικού Ιδρύματος της Ένωσης Συντακτών Ημερίσιων Εφημερίδων Μακεδονίας-Θράκης (ΕΣΗΕΜΘ) “PRESS-22 ΔΙΗΓΉΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΚΑΙ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑ”

Σοφίας Νικολαΐδου*

«Όποιος δεν έζησε προσφυγιά, έχει τα λόγια εύκολα»

Κατακαημένο Αϊβαλί και παινεμένο Αϊδίνι, χαροκαμένο Εσκή Σεχήρ, αρχοντοπούλα Σμύρνη.

Πρόσφυγες είμαστε. Εμείς Ελλάδα δεν ξέραμε. Ακούγαμε το όνομα στην εκκλησιά, υπέρ Ελλάδος έψελνε ο πατήρ Ευγένιος. Κάναμε τον σταυρό μας τρεις φορές. Εγώ γεννήθηκα στη Σμύρνη. Δεν είχε άλλη πόλη σαν κι αυτήν, σου ‘παιρνε τα μυαλά. Η πόρτα μας έβγαζε μπροστά στη θάλασσα. Σγούραιναν τα μαλλιά μου από την αλμύρα. Τα έλουζα και τα σιδέρωνα ώρα πολλή στο τραπέζι, να ισιώσουν. Ήμουν κορίτσι τότες, δεν φοβόμουν θεό, μόνον τον πατέρα μου. Αγαπούσα τον ψάλτη της ενορίας μας. Ευγενικό παιδί. Η φωνή έτρεμε εγκώμια του Επιτάφιου, δάκρυζε στο γλυκύ μου έαρ, κλαίγαν οι μάνες, κλαίγαμε κι εμείς, τα κορίτσια που στολίζαμε τον Επιτάφιο.

Μια μέρα ο πατέρας έφερε προξενιά. Καλή οικογένεια, εμπορική, στεκούμενη. Έδωσαν τα χέρια. Δεκατέσσαρα χρονών, πήγα να πεθάνω. Με είχαν μεγαλώσει στα χάδια και τα πούπουλα, ως τότε η ζωή ήταν βεγγέρα. Βρέθηκα στη φουρτούνα του δικού μου σπιτιού, να γεννάω παιδιά. Τέσσερα κάναμε. Τον Τζωρτζάκη, τον Σάββα, την Μαρούσω και το Κατινάκι. Και δύο που με πεθάνανε, δίδυμα. Ο άντρας μου, Μάρκο τον έλεγαν, ήταν έμπορος ξακουστός. Διάολος στη δουλειά, ήξερε να βγάζει λεφτά, μόνον που δεν ήξερε να τα σκορπάει. Άρπαζε φωτιά εύκολα, έβαζε τιμωρία τα παιδιά. Χέρι δεν σήκωσε ποτέ απάνω τους, όπως άλλοι, που χτυπούσαν τα αγόρια τους με το ζωνάρι. Ο Μάρκος έσμιγε τα φρύδια και μας κοίταζε. Λυνόταν ολονών τα γόνατα. Έκλεινε τη μικρή, το Κατινάκι, στην αποθήκη μας με τα πιθάρια. Διέταζε τον Τζωρτζάκι να τη φυλάει. Το κοριτσάκι μου ήταν ανάφαγο από μωρό. Μόνον αυγό έτρωγε, άλλο φαγάκι ούτε να το ιδεί. Κι είχαμε καλούδια πολλά, ο Μάρκος μου ήτανε καλοφαγάς. Στο σπίτι μας τρώγαμε εκλεκτό φαγί, τι σαρμαδάκια, τι τζιγεροσαρμάδες, τι μυδοπίλαφα, πέντε φαγιά μαγείρευα τη μέρα, να περισσεύουν στις κατσαρόλες, να ξεχειλίζουν στις πιατέλες, να χορταίνει το μάτι, μεγάλα μπερεκέτια στο τραπέζι μας. Την άφηνε νηστικιά κι αυτό το σκασμένο δεν άνοιγε το στόμα του να καταπιεί μια μπουκιά.

Τ’ αγόρια μου ήταν υπάκουα, πιο πολύ ο Τζωρτζάκης. Είχαν σέβας. Ο Μάρκος ήθελε να τα σπουδάσει. Να τα κάνει ανθρώπους, έτσι έλεγε. Τα δικά μου παιδιά θα μάθουν γράμματα. Και σήκωνε το χέρι του ψηλά, έδειχνε στη μεριά της Ευαγγελικής Σχολής. Έχομεν καλά σχολεία εδώ, τα δικά μου παιδιά θα προκόψουν.

Κάναμε σχέδια. Δεν ξέραμε.

Οι Τούρκοι μας ετοίμαζαν μαχαίρι.

*

Μη με ρωτάς πώς ήρθαμε στην Ελλάδα. Τα παιδιά ακούν τις ιστορίες των μεγάλων και λένε πως θυμούνται. Μόνον ο Τζωρτζάκης θυμάται. Γιατί δεν είχα άντρα δίπλα μου κι έγινε αυτός ο άντρας του σπιτιού, οκτώ χρονών αγόρι. Έδινε διαταγές διαταγές στα μικρά, ήταν ο αφέντης τους. Χήρα με τέσσερα παιδιά. Βάλε με στο νου σου.

Έρχονται, λένε μετά, ήσασταν πλούσιοι, είχατε λεφτά. Ήρθατε με φλουριά ραμμένα στον ποδόγυρο, εκάνατε περιουσία. Όποιος δεν έζησε προσφυγιά, έχει τα λόγια εύκολα.

Κι όταν μας φέρανε στη Σαλονίκη, δεν πειράζει η πείνα, δεν με ένοιαζε η απλυσιά. Ποια; Εμένα που πέρναγα τη μέρα μου στη σκάφη. Κοίταξα την πόλη κι είπα στα παιδιά μου: Εδώ θα ζήσουμε. Με παρηγόρησε η θάλασσα.

Άρπαξα τα κορίτσια μου στην αγκαλιά, τα αγόρια κρεμασμένα από τη φούστα μου. Κρατάτε σφιχτά, φώναζα κι άνοιγα το βήμα μου. Δεν έπρεπε να χάσω το κουράγιο μου. Να αρρώσταινα δεν έπρεπε. Είχα παιδιά.

Αγόρασα τα πρώτα μας αυγά από μια ντόπια στο λιμάνι. Με κοίταζε στα δάχτυλα, έψαχνε δαχτυλίδια και βραχιόλια, μα εγώ την έδωσα λεφτά. Έφτυσε το χώμα, η βρομιάρα. Ήρθατε να μας φάτε ψωμί, μουρμούρισε κι έκρυψε τα λεφτά στον κόρφο της. Ζήτησε κι άλλα, για ένα τρύπιο κατσαρόλι. Την έσπρωξα.

Στην Αγια-Σοφιά έχωσα το χέρι στην ποδιά μου, έβγαλα το κλειδί του σπιτιού μας στη Σμύρνη. Μεγάλο κλειδί, σιδερένιο, σκαλιστό. Έβαλα το αυγό στον κρίκο του, ίσα ίσα χώρεσε. Έκανα το σταυρό μου και το έψησα στο μανουάλι, πάνω στ’ αναμμένα κεριά. Τάισα τα παιδιά μου στο προαύλιο. Το Κατινάκι γελούσε, ωραία είναι εδώ, μαμά, έλεγε και χτυπούσε παλαμάκια.

Δυο χρόνια πέρασε ο Τζωρτζάκης στο Παπάφειο, έμαθε ξυλουργός. Ήρθε στο σπίτι μου ο δάσκαλος, είπε για το Κολέγιο America, εκεί να σπουδάσει το παιδί, να μάθει γράμματα να προκόψει. Θυμήθηκα τον Μάρκο. Έτρεμα την κατάρα του. Ντράπηκα το παιδί. Πετάριζε η καρδούλα του στα λόγια του δασκάλου, καθόταν στη γωνιά και δεν μιλούσε. Κι ούτε ζητούσε τίποτα ποτές.

-Οι σπουδές, κυρα-Μαρία, είπε ο δάσκαλος, είναι χρυσό βραχιόλι στο χέρι του παιδιού. Είσαι Σμυρνιά εσύ, καταλαβαίνεις, έκανε να με καλοπιάσει. Το αγόρι θα προκόψει με τα γράμματα.

Το βράδυ, που κοιμόντουσαν τα παιδιά, ο Τζωρτζάκης ήρθε, στάθηκε στο μαξιλάρι μου.

-Μάνα, με σκούντησε.

-Ξυπόλητος είσαι, γιαβρί μου, θα παγώσεις, τον μάλωσα.

Είχε ένα κρύο φαρμάκι.

-Μάνα, επέμεινε ο Τζωρτζάκης. Άμα σπουδάσω, θα φροντίσω τα μικρά.

Έτσι τα έλεγε, μικρά κι ας είχαν δύο χρόνια διάφορά από τον Σάββα. Αυτός ήταν από γεννησιμιού του μεγάλος. Σοβαρό παιδί, θαύμαζαν οι ξένοι. Αφού κι εγώ πολλές φορές μπερδευόμουνα του μίλαγα σαν να ‘τανε ο άντρας του σπιτιού. Γιατί ο Τζωρτζάκης έκανε κουμάντο. Μεσολαβούσε στο μπακάλη, νοιαζόταν για το φαγητό των μικρών, τα βοηθούσε στα μαθήματα. Τα μάλωνε, όταν έπρεπε, σήκωνε φωνή. Κι αυτά τον κοίταζαν στα μάτια, πιο πολύ το Κατινάκι. Πρώτα σ’ αυτόν έδειχνε τι ζωγράφισε, στην αγκαλιά του έτρεχε να κλάψει. Ήταν ο μόνος που μπορούσε να την ταΐσει, για τον Τζωρτζάκη άδειαζε το πιάτο της.

Φωτιά να με κάψει, παράπονο δεν έχω από το αγόρι μου. Τελείωσε το Κολέγιο, έπιασε δουλειά. Δημοσιογράφος. Ήξερε εγγλέζικα κι αυτό βοηθούσε. Πήραμε ανάσα μεγάλη. Είπα, σωθήκαμε. Νόμιζα πως οι στενοχώριες μας τελείωσαν. Οι λύπες φέρανε χαρές.

Δεν πήγαινε ο νούς μου.

Δύο παιδιά έστειλα στον πόλεμο, ένα γύρισε. Πέρασαν χρόνια, στεγνώσανε τα μάτια μου απ’ τα κλάματα. Κάθε μέρα τον σκέφτομαι τον Σάββα μου. Ανάβω το καντήλι, προσεύχομαι να είναι πούπουλο η ψυχούλα του. Κι ούτε φοβάμαι θάνατο, όπως παλιά. Το αγόρι μου θα έρθει να με πάρει, όταν φτάσει η ώρα. Θα τον κρατάω αγκαλιά. Θα τον χορτάσω, που είχα τον δεύτερο και παραπονεμένο.

-Εσύ βρε μάνα, έχεις μόνο ένα παιδί, έλεγε. Τον Τζωρτζάκη.

Θύμωνα, τον απόπαιρνα.

Δεν πέρασε ένας χρόνος απ’ τον θάνατό του, ήρθε, με βρήκε στον ύπνο μου.

Άνοιξα εγώ την αγκαλιά μου και περίμενα. Φορούσε το άσπρο του πουκάμισο, εκείνο που του είχα ράψει για καλό. Οι πεθαμένοι δεν μιλάνε στα όνειρα, έτσι έλεγε η μάνα μου. Όμως ο Σάββας το είχε κρατημένο και μου μίλησε:

-Μάνα, ρώτησε. Αν ήταν να διαλέξεις, ποιον θα διάλεγες;

Ούι … Ξύπνησα ιδρωμένη, μες στα κλάματα. Σίδερο το ταβάνι βάραινε απάνω στο στήθος μου. Πονούσε η ψυχή μου. Έτσουξε η καρδιά μου. Σκότισε.

-Ποιον γιο θα έδινες στον Χάρο, μάνα;

Ήξερα την απάντηση.

Κι ο Σάββας μου την ήξερε.

Τους είχα πει όλους το ίδιο τους αγαπώ. Ξαπλώναμε μαζί στο κρεβάτι, ρωτούσαν τα μικρά με μια φωνή.

-Ποιον αγαπάς καλύτερα, μαμά; Πες μας, μαμά.

Ήταν το παιχνίδι τους. Μόνο ο Τζωρτζάκης δεν ρωτούσε.

Σήκωνα το χέρι, τους έδειχνα τα δάχτυλα.

-Κοιτάτε, βρε. Κανένα δεν μοιάζει με το διπλανό του. Όποιο κι αν κόψω, θα πονέσω το ίδιο.

Ψέματα. Τους έλεγα ψέματα.

Κοιμόντουσαν με γέλια, χάδια και φιλιά. Με νανουρίσματα, τραγούδια για τη θάλασσα της Σμύρνης.

*Η Σοφία Νικολαΐδου έχει εκδώσει συλλογές διηγημάτων μυθιστορήματα, μελέτες, μεταφράσεις αρχαίου δράματος. Το μυθιστόρημά της απόψε δεν έχουμε φίλους (Μεταίχμιο, 2010) τιμήθηκε με το Athens prize for Literature και μεταφράστηκε στα εβραϊκά (Kester Books) και στα ρουμάνικα (Editura Omonia). Το μυθιστόρημά της Χορεύουν οι ελέφαντες (Μεταίχμιο, 2012) κυκλοφόρησε στις Η.Π.Α. (Melville House) το 2015. Το βιβλίο της Καλά και σήμερα (Μεταίχμιο, 2015) τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο σε λογοτέχνη του οποίου το βιβλίο προάγει σημαντικά το διάλογο πάνω σε ευαίσθητα κοινωνικά ζητήματα. Το τελευταίο της μυθιστόρημα είναι το VOR. Πέρα από το νόμο (Μεταίχμιο, 2021).

Διδάσκει Δημιουργική Γραφή στο Τμήμα Δημοσιογραφίας και Μ.Μ.Ε. του Α.Π.Θ.

Δείτε ακόμη

Συνάντηση Λ. Κυρίζογλου με τον Δήμαρχο Θέρμου και υποψήφιο Πρόεδρο ΠΕΔ Δυτικής Ελλάδος Σ. Κωνσταντάρα

Λ. Κυρίζογλου, Πρόεδρος Κ.Ε.Δ.Ε.: “ Ενώνουμε δυνάμεις για να πάμε την Αυτοδιοίκηση ακόμη πιο ψηλά. Αντιμετωπίζουμε ισότιμα όλους τους Δήμους, ...

Κοπή Πρωτοχρονιάτικης Βασιλόπιτας «Δημοτικής Συνεργασίας Αμπελοκήπων-Μενεμένης»

Στην θεατρική σκηνή «Σοφία Βέμπο» στο Καραπάντσειο Πολιτιστικό Κέντρο πραγματοποιήθηκε το πρωί της Κυριακής 28 Ιανουαρίου η κοπή της Πρωτοχρονιάτικης ...

Περισσότερα